- λειοῖ
- λειόωmake smoothpres ind mp 2nd sgλειόωmake smoothpres opt act 3rd sgλειόωmake smoothpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεῖοι — λεῖος smooth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακούσιοι ή λείοι μύες — Κατηγορία μυών που σχηματίζουν τα εσωτερικά όργανα και εκτελούν τις φυσικές λειτουργίες … Dictionary of Greek
MUSCARIUS — Graece Α᾿πόμις̔ος, Herculis epitheton, quod muscas ab aede sua abigeret, Plin. l. 10. c. 29. et Solin. c. 1. Imo et Iovis, Clemens in Protrept. Α᾿πομυίῳ Διῒ θύουσιν Η᾿λεῖοι; Π῾ωμαῖοι δὲ Α᾿πομυίῳ Η῾ρακλεῖ, Muscario Iovi litant Elienses, Roman vero … Hofmann J. Lexicon universale
PISCIS — I. PISCIS Graecis dictus Νότιος, i. e. Australis, ut et Hygino in Poet. Astron. et Ciceroni in Arateis; Germanici Interpreti Magnus, qui de eo sic scribit. Piscis magnus, cuius nepotes dicuntur Pisces. qui in circulo Zodiaco constituti sunt,… … Hofmann J. Lexicon universale
έλατο — Ονομασία που χαρακτηρίζει αρκετά είδη κωνοφόρων των γενών άμπιες και πικέα (οικογένεια πευκίδες). Τα δύο αυτά γένη είναι διαδεδομένα στις εύκρατες και ψυχρές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, όπου σχηματίζουν εκτεταμένα δάση … Dictionary of Greek
γύρη — Το σύνολο των πολυάριθμων μικρών κόκκων (γυρεοκόκκων ή μισκοσπορίων), που παράγονται με μειωτική πυρηνοτομία μέσα στους ανθήρες (μικροσποριάγγεια) των αγγειοσπέρμων ή στους γυρεόσακους (μικροσποριάγγεια) των γυμνοσπέρμων· αποτελούν το αρσενικό… … Dictionary of Greek
κουτσουπιά — Φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο της οικογένειας των φαβιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι Cercis siliquastrum. Πρόκειται για πολυετές φυτό με αργή ανάπτυξη, που φθάνει σε ύψος τα 5 9 μ. Έχει ανώμαλη και αραιή κώμη, με κυρτές… … Dictionary of Greek
λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος … Dictionary of Greek
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek
ομοτριβώ — ὁμοτριβῶ, έω (Α) φρ. «ὁμοτριβοῡντες λίθοι» λείοι, στιλπνοί και στενά προσαρμοσμένοι μεταξύ τους λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τριβῶ (< τρίβης < τρίβω), πρβλ. λειο τριβώ] … Dictionary of Greek